- ἅρπαγες
- хищныеграбители
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἅρπαγες — ἅρπαξ robbing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπαγή — η 1. αφαίρεση πραγμάτων με τη βία, άρπαγμα, λεηλασία: Οι Τούρκοι εισβολείς στην Κύπρο επιδόθηκαν σε αρπαγές. 2. βίαιη απαγωγή προσώπου: Οι αρπαγές παιδιών συνήθως γίνονται για να ζητηθούν κατόπι λύτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
възхыщьникъ — ВЪЗХЫЩЬНИК|Ъ (9*), А с. 1. Тот, кто получает что л., овладевает чем л.: О добрии мч҃нци. о воиници всѣхъ ц(с)рѩ х(с)а. о нужьници о въсхищници. црь(с)твию нб(с)ному ра(д)итесѩ (ἁρπακταί) ФСт XIV, 168б. 2. Жадный, корыстолюбивый человек: б҃атии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
ευάρπακτος — εὐάρπακτος, ον (Μ) 1. αυτός που επιθυμεί αρπαγές, που ρέπει σε λεηλασίες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐάρπακτον η αρπακτικότητα, η τάση προς λεηλασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρπάζω] … Dictionary of Greek
ζορμπάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. Γεώργιος. Πολέμησε στον Ευβοϊκό κόλπο με δικό του πλοίο. Το 1824, μονάδες του αυστριακού στόλου ανέκοψαν την πορεία του στο Αιγαίο και τον συνέλαβαν ως πειρατή. Μετά από λίγο καιρό… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
καταπέτασμα — το (AM καταπέτασμα) [καταπετάννυμι] καθετί που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από πάνω προς τα κάτω, παραπέτασμα, ή που χρησιμεύει για κάλυψη, σκέπασμα νεοελλ. φρ. «τρώω το καταπέτασμα» α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) τρώω πάρα… … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek